- φεγγάρι
- Ο δορυφόρος της Γης. Bλ. λ. Σελήνη.
* * *το / φεγγάριον, ΝΜη σελήνη («είναι νύκτα γλυκιά, και το φεγγάρι δε βγαίνει να σκεπάσει άστρο κανένα», Σολωμ.)νεοελλ.1. το φως τής σελήνης, σεληνόφως2. σεληνιακή περίοδος, σεληνιακός μήνας («η φιλία τους κράτησε όλο και όλο ένα φεγγάρι»)3. φρ. α) «γεμάτο [ή ολόγιομο] φεγγάρι» — πανσέληνοςβ) «στην χάση τού φεγγαριού» — κατά το τελευταίο τέταρτο τής σελήνηςγ) «έχω φεγγάρια να σέ δώ» — έχω πολύ καιρό να σέ δώδ) «έχει τα φεγγάρια του» — έχει τις λόξες του, είναι στις κακές του4. παροιμ. φρ. «ορθό φεγγάρι, δίπλα γεμιτζήςδίπλα το φεγγάρι, ορθός ο γεμιτζής» — δηλώνει ότι, όταν η σελήνη φαίνεται όρθια στον ουρανό, επικρατεί γαλήνη και ο ναυτικός μπορεί να κοιμάται ήσυχος, αντίθετα, όταν φαίνεται πλάγια, επίκειται ή επικρατεί τρικυμία και ο ναυτικός πρέπει να αγρυπνεί όρθιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + υποκορ. κατάλ. -άρι(ον), πρβλ. θηκ-άρι(ον). Η λ. φεγγάρι έχει αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό στην καθημερινή γλώσσα τών Νεοελλήνων τη λ. σελήνη, πιθ. με σκοπό να τονιστεί ακόμη περισσότερο η έννοια τής λάμψης που εκπέμπει το ουράνιο αυτό σώμα (βλ. λ. σελήνη, φέγγος)].
Dictionary of Greek. 2013.